Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Πως να μην πεθάνετε από τη λιτότητα


Των David Stuckler και Sanjay Basu*
Νωρίτερα αυτόν το μήνα, στην παραθαλάσσια ιταλική πόλη Τσιβιτανόβα Μάρτσε, αναφέρθηκε μια τριπλή αυτοκτονία. Ένα έγγαμο ζεύγος, η 68χρονη Άννα Μαρία Σοπράντσι και ο 62χρονος Ρομέο Ντιονίζι μοχθούσαν να τα βγάλουν πέρα με μια σύνταξη 500 ευρώ, αλλά ήδη είχαν μείνει πίσω στην καταβολή των ενοικίων τους. Καθώς τα νέα μέτρα της ιταλικής κυβέρνησης ανέβασαν το όριο συνταξιοδότησης, ο Ντιονίζι, ένας παλαίμαχος οικοδόμος, προστέθηκε στους ιταλούς esodati («εξορισμένους»), τους ηλικιωμένους εργαζόμενους που ζουν σε συνθήκες φτώχειας χωρίς να διαθέτουν δίκτυ κοινωνικής προστασίας. Στις 5 Απριλίου, άφησαν ένα σημείωμα στον γείτονά τους, ζητώντας του να τους συγχωρέσει και απαγχονίστηκαν σε μια ντουλάπα στο σπίτι τους. Όταν έμαθε το νέο ο αδελφός της Σοπράντσι, Τζουζέπε, πνίγηκε στη θάλασσα της Αδριατικής.
Η σχέση μεταξύ ανεργίας και αυτοκτονιών έχει παρατηρηθεί από το 19ο αιώνα. Οι άνεργοι έχουν διπλάσιες πιθανότητες να αυτοκτονήσουν από ό,τι οι εργαζόμενοι. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο δείκτης αυτοκτονιών αυξάνεται αργά από το 2000 και έκανε ένα άλμα κατά τη διάρκεια της ύφεσης του 2007-2009. Σε ένα νέο βιβλίο μας, εκτιμούμε πως το «πλεόνασμα» αυτοκτονιών, που προήρθαν από αίτια που σχετίζονται με την κρίση, έφθασε τις 4,750 μεταξύ 2007 και 2010. Αυτά τα κρούσματα ήταν εμφανώς περισσότερα στις πολιτείες που είχαν περισσότερες απώλειες θέσεων εργασίας. Το 2009, οι θάνατοι από αυτοκτονίες υπερέβησαν εκείνους από αυτοκινητιστικά ατυχήματα.
Αν όμως οι αυτοκτονίες ήταν ο μόνος -αναπόφευκτος- φόρος αίματος της οικονομικής δυσπραγίας, θα μπορούσε απλά να προστεθεί στις άλλες ανθρώπινες τραγωδίες της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Αλλά δεν είναι.
Πολλά κράτη που περιέκοψαν τους προϋπολογισμούς υγείας και κοινωνικής προστασίας, σαν την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία, είδαν τη δημόσια υγεία τους να επιδεινώνεται πολύ περισσότερο από κράτη σαν τη Γερμανία, την Ισλανδία και τη Σουηδία που διατήρησαν τα κοινωνικά τους δίκτυα προστασίας και επέλεξαν την τόνωση της οικονομίας από τη λιτότητα (η Γερμανία κηρύσσει τις αρετές της λιτότητας μόνο για τους άλλους).
Ως ακαδημαϊκοί στους τομείς της δημόσιας υγείας και της πολιτικής οικονομίας, παρακολουθούσαμε έντρομοι τους πολιτικούς να συζητούν για περικοπές και ελλείμματα, χωρίς την παραμικρή αναφορά στο ανθρώπινο κόστος των όποιων αποφάσεών τους. Ολόκληρη την προηγούμενη δεκαετία μελετούσαμε τη σχέση μεταξύ οικονομικών σοκ (από τη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του ‘20 και του ‘30 ως την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την ασιατική κρίση) και δημόσια υγείας. Είχαμε διαπιστώσει πως ο κόσμος δεν αρρωσταίνει αναγκαστικά λόγω του κλυδωνισμού της οικονομίας. Είναι οι οικονομικές πολιτικές που μπορούν να αποδειχθούν ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Στο ένα άκρο τοποθετείται η Ελλάδα, που βρίσκεται καταμεσής σε μια καταστροφική κρίση της δημόσιας υγείας. Από το 2008 οι δαπάνες υγείας μειώθηκαν κατά 40%, εν πολλοίς για να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι που θέτει η λεγόμενη «τρόικα» του «διεθνούς νομισματικού ταμείου», της «ευρωπαϊκής επιτροπής» και της «ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας». Γύρω στους 35 χιλιάδες ιατροί, νοσηλευτές και άλλοι εργαζόμενοι στον τομέα υγείας έχασαν τη δουλειά τους. 1. Τα νοσοκομεία κατακλύζονται από ασθενείς που αποφεύγουν να εφαρμόζουν βασικούς κανόνες υγείας λόγω των μεγάλων χρόνων αναμονής για προληπτικές ιατρικές εξετάσεις και του κόστους των φαρμάκων. 2. Η βρεφική θνησιμότητα αυξήθηκε κατά 40%. 3. Τα κρούσματα του ιού του ΑIDS υπερδιπλασιάστηκαν, καθώς περικόπηκε το πρόγραμμα προσφοράς νέων συρίγγων. Μετά τη μεγάλη εκστρατεία εξόντωσης των κουνουπιών, επανεμφανίστηκε η ελονοσία, για πρώτη φορά από τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Στους αντίποδες, η Ισλανδία απέφυγε μια ανάλογη ανθρωπιστική κρίση, αν και βίωσε το 2008 τη μεγαλύτερη τραπεζική κρίση στην παγκόσμια ιστορία, αναλογικά με το μέγεθος της οικονομίας της. Μετά τη χρεοκοπία των τριών μεγαλυτέρων τραπεζών της, το έλλειμμα εκτινάχτηκε, η ανεργία εννεαπλασιάστηκε και η αξία του εθνικού της νομίσματος, της κορώνας, εκμηδενίστηκε. Η Ισλανδία έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που προσέφυγε στο ΔΝΤ μετά το 1976. Αντί όμως να επιδοτήσει τις τράπεζες και να περικόψει τις κρατικές δαπάνες, όπως ζητούσε το ΔΝΤ, οι ισλανδοί πολιτικοί έκαναν κάτι ριζοσπαστικό: έθεσαν τα προγράμματα λιτότητας στην κρίση του λαού.
Σε δύο δημοψηφίσματα, το 2010 και το 2011, οι ισλανδοί ψήφισαν υπέρ της σταδιακής, και όχι της εφάπαξ αποζημίωσης των ξένων καταθετών στις ισλανδικές τράπεζες, αποφεύγοντας την επιδείνωση της λιτότητας. Η ισλανδική οικονομία ανέκαμψε, ενώ η ελληνική καταποντίστηκε. Κανένας ισλανδός δεν απώλεσε ανέκαμψε την πρόσβασή του σε υπηρεσίες υγείας, παρά την αύξηση της τιμής των φαρμάκων. Δεν παρατηρήθηκε κάποια αύξηση στον αριθμό των αυτοκτονιών. Πέρυσι, η πρώτη έκθεση παγκόσμιας ευτυχίας του ΟΗΕ συμπεριέλαβε την Ισλανδία στις πιο ευτυχισμένες χώρες του κόσμου.
Οι σκεπτικιστές θα μας υποδείξουν τις διαρθρωτικές διαφορές μεταξύ της οικονομίας της Ισλανδίας και της Ελλάδας. Η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη κατέστησε αδύνατη την υποτίμηση του νομίσματός της, πράγμα που στένευε τα πολιτικά της περιθώρια να απορρίψει τις συνταγές λιτότητας του ΔΝΤ. Αλλά αυτές οι παρατηρήσεις ενισχύουν τη βασική μας θέση: πως η οικονομική κρίση δεν εξυπακούεται αναγκαστικά μια κρίση της δημόσιας υγείας.
Κάπου ανάμεσα στα δύο άκρα, την Ελλάδα και την Ισλανδία, βρίσκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αρχικά, το 2009, τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας διέσωσαν το δίκτυ κοινωνικής προστασίας. Αλλά πέραν της αύξησης των αυτοκτονιών, υπήρξαν προειδοποιητικά σημάδια πως η κατάσταση της δημόσιας υγείας επιδεινώνεται. Οι συνταγές αντικαταθλιπτικών αυξήθηκαν. Γύρω στις 750.000 (ιδίως άνεργοι νέοι) στράφηκαν στον αλκοολισμό. Πάνω από 5 εκατομμύρια έχασαν κάθε πρόσβαση στις υπηρεσίες δημόσιας υγείας, είτε διότι απώλεσαν τις εργασίες τους και δε μπορούσαν πια να καταβάλουν τις ασφαλιστικές τους συνδρομές στο καθεστώς COBRA που ίσχυε τότε, είτε διότι έπαψαν να είναι «επιλέξιμοι» από τις ασφαλιστικές εταιρείες. Οι προληπτικές ιατρικές εξετάσεις μειώθηκαν, καθώς ο κόσμος τις ανέβαλε -ως ότου καταλήξει στα «επείγοντα». Αργότερα οι ρυθμίσεις που εισήγαγε ο πρόεδρος Ομπάμα επεξέτειναν την ασφαλιστική κάλυψη.
Αλλά η «κατάσχεση» των 85 εκατομμυρίων δολαρίων που ισχύει από την 1η Μαρτίου θα περικόψει ως το τέλος του έτους την επιδότηση της διατροφής περίπου 600.000 εγκύων, νεογέννητων και βρεφών. Τα επιδόματα κοινωνικής στέγασης θα περικοπούν κατά 2 δις ως το τέλος του έτους, ενώ 1.4 εκατομμύρια σπίτια εξακολουθούν να βρίσκονται υπό κατάσχεση. Ακόμα και οι προϋπολογισμοί των «κέντρων για έλεγχο και πρόγνωση των ασθενειών», του βασικού μέσου της πολιτείας μας ενάντια σε επιδημίες όπως η περυσινή της μηνιγγίτιδας, περικόπηκαν κατά τουλάχιστο 18 εκατομμύρια.
Προκειμένου να ελέγξουμε την υπόθεσή μας πως η λιτότητα σκοτώνει, αναλύσαμε δεδομένα από διάφορες περιοχές και εποχές. Μετά την αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης, η οικονομία της Ρωσίας κατέρρευσε. Η φτώχεια πολλαπλασιάστηκε και το προσδόκιμο επιβίωσης μειώθηκε, ιδίως μεταξύ των νεότερων εργαζόμενων ανδρών. Αλλά τα πράγματα δεν έγιναν με παρόμοιο τρόπο σε ολόκληρη την επικράτεια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Η Ρωσία, το Καζακστάν και τα βαλτικά κράτη (η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία) που υιοθέτησαν «θεραπείες σοκ» υπό τη συνηγορία οικονομολόγων, σαν τους Τζέφρι Σακς και Λόρενς Σάμερς, βίωσαν επώδυνες αυξήσεις στους δείκτες αυτοκτονιών, στα καρδιαγγειακά νοσήματα και στους θανάτους από αλκοολισμό.
Αλλά η Λευκορωσία, η Πολωνία, η Σλοβενία κ.λπ. υιοθέτησαν μια διαφορετική, πιο σταδιακή προσέγγιση, σύμφωνα με τις συστάσεις οικονομολόγων, σαν τον Τζόζεφ Στίγκλιτς ή πολιτικών σαν τον πρώην ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Αυτά τα κράτη ιδιωτικοποίησαν τμηματικά τις κρατικοδίαιτες οικονομίες τους και προστάτευσαν πολύ καλύτερα τη δημόσια υγεία τους από εκείνα που επέλεξαν τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και απολύσεις, προκαλώντας σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.
Αλλά εκτός από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η ασιατική οικονομική κρίση του 1997 λειτούργησε επίσης ως ζωντανό εργαστήριο και προσφέρει ορισμένες ενδιαφέρουσες περιπτώσεις προς μελέτη. Η Ταϊλάνδη και η Ινδονησία, που υποτάγηκαν στους σκληρούς όρους του ΔΝΤ, βίωσαν μαζικό λιμό και ξαφνική άνοδο των θανατηφόρων κρουσμάτων από μεταδοτικές ασθένειες, ενώ η Μαλαισία, που αντιστάθηκε στις συμβουλές του ΔΝΤ, προστάτεψε την υγεία των κατοίκων της. Το 2012 το ΔΝΤ παραδέχθηκε δημοσίως πως οι επιπτώσεις των συνταγών του προκάλεσαν τελικά στην οικονομία και την υγεία τριπλάσια ζημιά από τις αρχικές του εκτιμήσεις.
Εξίσου διδακτική μπορεί να είναι η αμερικανική διαχείριση της μεγάλης ύφεσης της δεκαετίας του ‘30 στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκειά της, οι δείκτες θνησιμότητας στις ΗΠΑ μειώθηκαν κατά 10%! Οι ΗΠΑ γνώρισαν μεν μια θεαματική αύξηση των αυτοκτονιών μεταξύ του 1929 -όταν κατέρρευσε το χρηματιστήριο- και του 1932 -όταν εξελέγη πρόεδρος ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ- αλλά η επίδραση αυτής της αύξησης των αυτοκτονιών στο δείκτη θνησιμότητας υπερκαλύφθηκε κατά πολύ από την «επιδημιολογική μετάβαση»: τις βελτιώσεις στην υγιεινή και τον περιορισμό των θανατηφόρων κρουσμάτων από ασθένειες σαν τη φυματίωση, την πνευμονία και την γρίπη, αλλά και από την απότομη μείωση των θανατηφόρων αυτοκινητιστικών ατυχημάτων, καθώς οι αμερικανοί περιόρισαν την αυτοκίνηση για οικονομικούς λόγους.
Συγκρίνοντας τα δεδομένα πολλών πολιτειών, διαπιστώσαμε πως για κάθε 100 δολάρια κατά κεφαλή δαπανών του «νιου ντιλ», είχαμε μείωση στους θανάτους από πνευμονία της τάξης των 18 ανά 100.000 κατοίκους, μείωση της βρεφικής θνησιμότητας κατά 18 ανά 1.000 γεννήσεις και μείωση των αυτοκτονιών κατά 4 ανά 100.000 ανθρώπους. Σύμφωνα με την έρευνά μας, κάθε δολάριο που επενδύεται στη δημόσια υγεία μπορεί να προσφέρει 3 δολάρια αύξησης του εθνικού πλούτου. Οι επενδύσεις στη δημόσια υγεία, όχι μόνο σώζουν ζωές κατά τη διάρκεια της ύφεσης, αλλά και επισπεύδουν την οικονομική ανάκαμψη.
Τρία είναι αυτά τα σημαντικότερά μας ευρήματα, όσον αφορά στις πολιτικές υγείας σε συνθήκες οικονομικής κρίσης:
-Πρώτον, μην πλήττετε τη δημόσια υγεία. Αν τα μέτρα λιτότητας ελέγχονταν με τα κριτήρια που ελέγχονται οι φαρμακευτικές ουσίες, θα είχαν απαγορευτεί εδώ και πολύ καιρό λόγω των θανατηφόρων παρενεργειών τους. Κάθε χώρα οφείλει να δημιουργήσει μιαν ανεξάρτητη αρχή «υγειονομικής ευθύνης», όπου επιδημιολόγοι και οικονομολόγοι θα αξιολογούν τις επιπτώσεις των οικονομικών μέτρων στη δημόσια υγεία.
-Δεύτερον, αντιμετωπίστε την ανεργία σαν την πανδημία που είναι στην πραγματικότητα. Η ανεργία είναι το βασικό αίτιο της κατάθλιψης, του άγχους, του αλκοολισμού και της τάσης για αυτοκτονία. Στη Φιλανδία και τη Σουηδία ανελήφθησαν πολιτικές πρωτοβουλίες αποτροπής των αυτοκτονιών μέσω της επιδότησης «ενεργητικών» προγραμμάτων επιδότησης της απασχόλησης, στα οποία οι νέοι άνεργοι βοηθιούνταν να επανέρθουν γρήγορα στην αγορά εργασίας. Τα προγράμματα αυτά είχαν σαφή οικονομικά οφέλη.
-Τέλος, στους δύσκολους καιρούς αυξήστε τις δαπάνες στη δημόσια υγεία. Το κλισέ σύμφωνα με το οποίο «μια ουγγιά πρόγνωσης αξίζει όσο μια λίβρα θεραπείας» τυχαίνει να ισχύει. Η τιθάσευση μιας επιδημίας στοιχίζει πολύ ακριβότερα από την πρόληψή της. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η πόλη της Νέας Υόρκης δαπάνησε άνω του 1 δις δολαρίων για να αντιμετωπίσει μια επιδημία ανθεκτικής στα αντιβιοτικά φυματίωσης. Αυτό το εξαιρετικά ανθεκτικό στέλεχος του ιού δημιουργήθηκε από την αδιαφορία της πολιτείας να ελέγξει πως οι φυματικοί, που προέρχονταν από χαμηλά κοινωνικά στρώματα, είχαν τη δυνατότητα να προμηθεύονται τα πάμφθηνα γενόσημα αντιβιοτικά τους και να ολοκληρώνουν την αποθεραπεία τους.
-Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς οικονομικά ιδεοληπτικός -εμείς πάντως είναι βέβαιο πως δεν είμαστε- για να διαπιστώσει πως το κόστος των πολιτικών λιτότητας μπορεί να μετρηθεί και σε ανθρώπινες ζωές. Δε δίνουμε συγχωροχάρτι σε κακές πολιτικές επιλογές του παρελθόντος, ούτε καλούμε σε παγκόσμια σεισάχθεια. Το ποιο ακριβώς είναι το σωστό μείγμα δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη και την Αμερική, είναι δουλειά των πολιτικών να το βρουν. Αυτό που εμείς διαπιστώσαμε είναι πως η λιτότητα -οι άμεσες, οριζόντιες, και σοβαρές περικοπές στις δαπάνες υγείας- δεν αυτοακυρώνεται απλά, αλλά επιπλέον είναι και θανατηφόρα.
*Ο David Stuckler είναι λέκτορας κοινωνιολογίας στο Κέιμπριτζ και ο Sanjay Basu αναπληρωτής καθηγητής ιατρικής στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου